- οὐρία
- οὐρία, ἡ, ein Wasservogel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οὐρία — οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίᾳ — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ … Dictionary of Greek
ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… … Dictionary of Greek
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek
ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… … Dictionary of Greek
ουρία — η (ιατρ.), συστατικό των ούρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὔρια — οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίας — οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem acc pl οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱς , οὐρία fem acc pl οὐρίᾱς , οὐρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίαι — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)